καταπλάττεται

καταπλάττεται
καταπλάσσω
plaster over
pres ind mp 3rd sg (attic)
καταπλάσσω
plaster over
pres ind mp 3rd sg (attic)
καταπλά̱ττεται , καταπλήσσω
strike down
pres ind mp 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”